Ελισαίος — ο κύρ. όν. αντρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελισαίος μπεν Γαβριήλ — (16oς αι.). Εβραίος κληρικός, προϊστάμενος συναγωγής και συγγραφέας διαφόρων ερμηνευτικών έργων. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκαλίκο. Στα έργα του συγκαταλέγονται υπομνήματα στο βιβλίο της Εσθήρ, σχόλια στον Εκκλησιαστή και ερμηνεία στο Άσμα… … Dictionary of Greek
Γιαννίδης, Ελισαίος — (Κωνσταντινούπολη 1865 – 1942). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λόγιου Σ. Σταματιάδη. Εργάστηκε ως γεωπόνος, χημικός και μαθηματικός και συνέταξε μελέτες για τους ειδικούς αυτούς τομείς επιστημονικής δραστηριότητας. Στο κοινό όμως είναι γνωστός ως… … Dictionary of Greek
ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни … Православная энциклопедия
Schreibweise biblischer Namen (christliche Tradition) — Die Schreibweise biblischer Namen hat sich im deutschsprachigen Raum innerhalb der unterschiedlichen Konfessionen anhand unterschiedlicher Vorlagen entwickelt. Erst in den 1960er Jahren begann die Arbeit an einer einheitlichen Namensgebung. Heute … Deutsch Wikipedia